Του Δημήτρη Ανθούση
(Μέλος του γραφείου της Τ.Ε Χανίων του ΚΚΕ, δημοτικός Σύμβουλος & επικεφαλής της «Λαϊκής Συσπείρωσης Πλατανιά»)
Τις τελευταίες μέρες εντείνεται όλο και περισσότερο η συζήτηση γύρω από το ζήτημα της λειψυδρίας, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι πρόσφατο δημοσίευμα των «Νέων» συνδέει το συγκεκριμένο θέμα και μάλιστα με ανησυχητικό τόνο με «το μέλλον του τουρισμού». Πρόκειται, όμως, για ένα πρωτοφανές πρόβλημα; Δεδομένου ότι οι κάτοικοι σε μια σειρά περιοχές το αναδεικνύουν,το καταγγέλλουν,και το αντιπαλεύουν με συγκεκριμένες διεκδικήσεις από το κράτος εδώ και καιρό, η απάντηση είναι «όχι». Παρόλα αυτά τι φταίει;
Σε αυτό το ερώτημα, υπάρχουν εκείνοι, όπως η κυβέρνηση και τα υπόλοιπα -ειδικά εκείνα που κυβέρνησαν- κόμματα, αλλά και μια σειρά περιφερειακές και δημοτικές αρχές, που στην προσπάθειά τους να καλύψουν για ακόμα μια φορά τις διαχρονικές τους ευθύνες για την πολιτική που έχουν ακολουθήσει και υλοποιήσει, θα τα «ρίξουν» για ακόμα μια φορά στη γνωστή και εύκολη λύση της κλιματικής αλλαγής, κάνοντας λόγο για «έλλειψη βροχής» και ζητώντας από τον λαό να χρησιμοποιεί με ρέγουλα το νερό, όπως έκανε η ΕΥΔΑΠ που «πίνει νερό στο όνομα όποιου... κλείνει τη βρύση». Κάνει και λογοπαίγνια για να διαφημίσει το «επενδυτικό της πλάνο»...
Είναι, όμως, όντως αυτή η αιτία; Αν ναι, τότε γιατί σε νησιά, όπως και η Κρήτη, αλλά και αλλού, μπαίνουν σε προτεραιότητα μέτρα για να υπάρχει νερό, αρκετό για να γεμίζουν οι πισίνες των ξενοδοχείων, αλλά όχι για τις καλλιέργειες των αγροτών, για παράδειγμα, ή για να μην έρχονται αντιμέτωποι οι κάτοικοι με συχνές διακοπές νερού; Όταν «απειλείται το μέλλον του τουρισμού», της βαριάς βιομηχανίας της χώρας, λόγω ανεπάρκειας νερού, αυτά συμβαίνουν...
Την ίδια στιγμή δεν γίνεται και πουθενά συζήτηση για την πραγματική αιτία. Δηλαδή για την εμπορευματοποίηση του νερού και την αποσπασματική διαχείρισή του με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών των επιχειρηματικών ομίλων κυρίως στον τουρισμό. Αυτή η διαχρονικά ασκούμενη πολιτική έχει οδηγήσει στο πεπαλαιωμένο σύστημα ύδρευσης και άρδευσης, στην απουσία ή τους βραχείς ρυθμούς υλοποίησης εκσυγχρονιστικών των αναγκαίων έργων (π.χ. αντιπλημμυρικά, μικρά φράγματα ανάσχεσης, καλλιέργεια πηγών, λιμνοδεξαμενές, επιδιόρθωση και συντήρηση του δικτύου διανομής κλπ). Έτσι, βλέπουμε να μπαίνουν σε «λίστα αναμονής» αναγκαία έργα τόσο αντιπλημμυρικά όσο και έργα για την πρόσβαση σε φθηνό, ελεγμένο και ποιοτικό νερό, όπως το φράγμα Βαλσαμιώτη , Ταυρωνίτη , λιμνοδεξαμενές σε Κίσσαμο και Σέλινο κτλ.
Τώρα, στο ερώτημα γιατί δεν συζητάει κανείς για αυτά, δηλαδή για έργα που σε γενικές γραμμές θα μπορούν να σώσουν τον λαό από τις πλημμύρες τον χειμώνα και το καλοκαίρι από τη δίψα η απάντηση είναι απλή: Στη σημερινή κοινωνία τα πάντα ζυγίζονται με βάση τη λογική «κόστους-οφέλους».Αυτό που θεωρείται ως αναγκαίο για την επιβίωση των εργαζομένων και για τις καλλιέργειες των αγροτών και γενικότερα για τις ανάγκες του λαού, δεν είναι «επιλέξιμο» για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και την κερδοφορία τους. Άλλωστε αποδεικτικές είναι οι κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως είναι η Κοινοτική Οδηγία-Πλαίσιο για το Νέρο του 2000 νερό που θέτει σε προτεραιότητα την εξοικονόμηση της ζήτησης του νερού, σε αντιπαράθεση με τη μεγιστοποίηση της δυνατότητας προσφοράς του σε κάθε υδατικό διαμέρισμα. Η ελληνική νομοθεσία εναρμονίστηκε από το 2003. Με διαχρονική ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, των Δημοτικών και Περιφερειακών Αρχών που υπερασπίζονται την κυρίαρχη πολιτική, αξιοποιείται ως πρόσχημα η εξοικονόμηση της ζήτησης νερού για να επιβληθεί η αντιλαϊκή πολιτική τιμολόγησης του νερού και η παραπέρα εμπορευματοποίησή του.
Στο πλαίσιο των δεσμευτικών οδηγιών της ΕΕ και του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να διασφαλίσει μια φιλολαϊκή διαχείριση του νερού, μια ουσιαστική ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Απέναντι, όμως σε αυτήν την πολιτική οι εργαζόμενοι, ο λαός, η νεολαία μπορούν να διεκδικήσουν και να έχουν, με το ΚΚΕ στο πλευρό τους, μέτρα και έργα που θα τους εξασφαλίσουν νερό που δεν αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα, αλλά ως αυτό που θα έπρεπε είναι: κοινωνικό αγαθό.